- κινδαψός
- κινδαψόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κινδαψός — κινδαψός, ὁ (Α) 1. (λ. που χρησιμοποιούσε ο ομιλητής όταν δεν μπορούσε να βρει την κατάλληλη έκφραση) πες το..., «πώς τό λένε...», σκινδαψός* 2. (κατά τον Ησύχ.) «κινδαψοί ὄρνεα και ὄργανα κιθαριστήρια, καὶ Ἰνδοί». 3. τετράχορδο μουσικό όργανο 4 … Dictionary of Greek
κινδαψοῖο — κινδαψός masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινδαψοί — κινδαψός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινδαψοῦ — κινδαψός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινδαψόν — κινδαψός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινδαψώ — κινδαψός masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδαψός — ὁ, ΜΑ και, κατά τον Ησύχ., κινδαψός Α 1. λέξη ή φράση χωρίς σημασία την οποία λέει κανείς όταν δεν είναι βέβαιος για μια άλλη λέξη, όπως λ.χ. «πώς τό λένε» αρχ. 1. τετράχορδο μουσικό όργανο 2. οικέτης ή όνομα οικέτη 3. είδος φυτού που μοιάζει με… … Dictionary of Greek